πολυμόρφους

πολυμόρφους
πολύμορφος
multiform
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • Βέστεϊκ, Σίμον — (Simon Vestdijk, Χάρλινγκεν 1898 – Ουτρέχτη 1971). Ολλανδός συγγραφέας. Αφού πήρε το πτυχίο της ιατρικής στο Άμστερνταμ (1927), έκανεένα ταξίδι στις Ινδίες, ως γιατρός πλοίου. Στη συνέχεια ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη λογοτεχνία. Από τους πιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”